René Magritte : Το μυαλό αγαπά το άγνωστο

O René Magritte μιλώντας για τους πίνακες του είπε κάποτε, πως τα πάντα μέσα στα έργα του προέρχονται από την αίσθηση της βεβαιότητας ότι όλοι μας ανήκουμε σε ένα αινιγματικό σύμπαν.

"Η ζωγραφική μου: ορατές εικόνες που δεν κρύβουν τίποτα… ". 

Ο Βέλγος ζωγράφος, ένας από τους σημαντικότερους αντιπροσώπους του σουρεαλισμού γεννιέται το 1898 και θεωρείται, επάξια, ο μέτρ των αινιγμάτων. Οι πίνακες του λειτουργούν ως μεταφορές και πάντα έχουν πολύ περισσότερες από μια αναγνώσεις. Η τέχνη του προσπάθησε να προβάλει την ανθρώπινη δυσκολία να συνδυάσει τις καθημερινές εικόνες με αυτές της ψυχής μας και για πολλούς τα κατάφερε. Παρέμεινε πάντα πιστός στην πεποίθησή του ότι "η πραγματική ζωή είναι απλώς μετάφραση ονείρων".

Γιος ενός ράφτη και μιας μοδίστρας, ο Μαγκρίτ ξεκινά μαθήματα σχεδίου στην ηλικία των 12 ετών.  Η αγάπη του για τη λογοτεχνία και ειδικότερα τα κόμικ κάνει τη φαντασία του να οργιάζει και να δημιουργεί ολοένα και περισσότερες εικόνες. Η μητέρα του όμως αυτοκτονεί, όταν ο Ρενέ ήταν μόλις 14 ετών. Ξεκινά να ζωγραφίζει σε μεγάλους καμβάδες κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και καθώς η περιοχή του στο Βέλγιο περνά υπό γερμανική κατοχή, εκείνος μετακομίζει στις Βρυξέλλες, όπου και φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών. 

Επηρεάζεται από τους Ιμπρεσσιονιστές και το βελγικό Art Nouveau, αλλά σύντομα αρχίζει να ενδιαφέρεται για τις αναρχικές ιδέες του Dada και την κοινωνική αποδόμηση που υποστήριζε. Εκείνη την εποχή, η ζωγραφική του γίνεται συνεχώς πιο αφηρημένη, καθώς ταυτόχρονα μελετά τον κυβισμό και τον φουτουρισμό. 

Το 1926, αφού έχει γνωρίσει μέσα από τη δουλειά του στη διαφήμιση, τον Francis Picabia, αλλά και έχοντας δει τα κάποια έργα του Giorgio de Chirico, τα οποία όπως είπε τον έκαναν να δακρύσει, εισάγεται στον σουρεαλισμο. Το 1927 μετακομίζει στο Παρίσι, καθώς η πρώτη του έκθεση ζωγραφικής στις Βρυξέλλες δέχεται σφοδρή κριτική. Εκεί συναντά τον Paul Eluard, τον Max Ernst και τον Salvador Dali, αλλά κυρίως τον πατέρα του σουρεαλισμού, André Breton. 

Μέσα στη δεκαετία του 1930 ξεκινά, αυτό που αργότερα θα γίνει το σήμα κατατεθέν του, ένα παιχνίδι ανάμεσα σε εικόνες και λέξεις. Ένα από τα γνωστότερα έργα του, το La trahison des images (Η προδοσία των εικόνων), που συμπεριλαμβάνει την εμβληματική φράση Ceci n’est pas une pipe (αυτό δεν είναι μια πίπα) ολοκληρώνεται και παρουσιάζεται το 1929. Οι πίνακες του όμως για τον ίδιο δεν έχουν κάποιο συγκεκριμένο νόημα  «Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι – είναι απλά άγνωστο». Ο πίνακας αυτός, λοιπόν, αναρωτιέται απλώς το προφανές: Αυτό που σχεδιάζουμε είναι άραγε αυτό που βλέπουμε στ’ αλήθεια;;

René Magritte, La trahison des images, 1929

Σε αντίθεση με τον Dali, o Magritte δεν ήταν λάτρης της ψυχανάλυσης, των συμβολισμών ή των μύθων. Το ουδέτερο στυλ του ήταν πάντα στοχευμένο και εξαιρετικά ακριβές. Δεν προσπάθησε να ξεχωρίσει, αλλά η απλότητα του στυλ του κατάφερε να παρασύρει πολλούς σύγχρονους και μεταγενέστερους καλλιτέχνες. 

Μέσα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο επιστρέφει στις Βρυξέλλες, αφού η γκαλερί του στο Παρίσι κλείνει. Το στυλ του αλλάζει και γεμίζει έντονα χρώματα. Το έργο του το 1943-44 χαρακτηρίζεται ως “περίοδος Ρενουάρ” και οι εικόνες του γίνονται πειραματικές και πολύ πιο ωμές. Όλη αυτή η μεταστροφή έρχεται ως αντίσταση στον παραλογισμό του Ναζισμού, που για τον Μαγκρίτ κατάφερε άθελα του να αποδώσει σε πραγματικό χρόνο και χώρο όλη “την αίσθηση χάους και αμφισβήτησης των πάντων” που προσπαθούσε να παρουσιάσει ο σουρεαλισμός, “Αντί, λοιπόν, της διάδοσης του πεσιμισμού, εγώ –πλέον– προτείνω την αναζήτηση της ευθυμίας”.

Μετά τον πόλεμο, γνωρίζει τον Αλέξανδρο Ιόλα και το έργο του γίνεται πλέον γνωστό σε όλη την Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική.

Το 1964 ολοκληρώνει ένα από τα πιο γνωστά τoυ έργα το Le fils de l’homme (ο γιος του ανθρώπου). Ο άντρας με το καπέλο έχει ένα πρόσωπο που κρύβεται σε μεγάλο βαθμό από ένα πράσινο μήλο (με εξαίρεση το αριστερό μάτι). Πίσω του, ένας χαμηλός τοίχος, μετά η θάλασσα κάτω από έναν ομιχλώδη ουρανό. Είναι αυτό μια αυτοπροσωπογραφία; Ο Μαγκρίτ δεν παραχωρεί ποτέ εντελώς την αλήθεια για τον πίνακα αφού κρύβει το πρόσωπό του. Η ταυτότητα του άνδρα, που στέκεται στατικά μπροστά σε ένα δυνητικά  τοπίο θανάτου, παραμένει για πάντα άγνωστη.

René Magritte, Le fils de l’homme, 1964

Πεθαίνει το 1967 από καρκίνο στο πάγκρεας, αλλά η παρακαταθήκη που άφησε στον κόσμο της τέχνης είναι τεράστια. Όχι για το εξαιρετικό του ταλέντο στην ζωγραφική, αλλά πολύ περισσότερο γιατί μας έδωσε έναν νέο τρόπο να διαβάζουμε και να αγαπάμε την τέχνη.